- γενεσιουργά
- γενεσιουργόςconcerned withneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… … Dictionary of Greek
γενεσιουργός — ό (AM γενεσιουργός, όν) 1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία 2. αυτός που προκαλεί τη γένεση, που δημιουργεί κάτι («τα γενεσιουργά αίτια», «γενεσιουργές δυνάμεις») αρχ. μσν. ως ουσ. ο γενεσιουργός ο δημιουργός τού κόσμου, ο πλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek